- ακαλμάριστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν έχει καλμάρει, δεν έχει ηρεμήσει: Η φουρτούνα και την άλλη μέρα ήταν ακαλμάριστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακαλμάριστος — η, ο [καλμάρω] 1. αυτός που δεν έχει καλμάρει, γαληνέψει «ακαλμάριστο πέλαγος» 2. όποιος δεν έχει καταπραϋνθεί, δεν έχει ηρεμήσει «ακαλμάριστα νεύρα» 3. όποιος δεν μπορεί να καλμάρει, να γαληνέψει 4. εκείνος που δεν μπορεί να εξημερωθεί, να… … Dictionary of Greek
αγαλήνευτος — η, ο [γαληνεύω] 1. (για ανθρώπους) ανήσυχος, ταραγμένος, ακαλμάριστος 2. (για τη θάλασσα) τρικυμισμένος … Dictionary of Greek
αλάρωτος — η, ο [λαρώνω] 1. αμέρωτος, ακαλμάριστος, ανήσυχος, απαρηγόρητος 2. αγιάτρευτος, ανίατος … Dictionary of Greek
αμαλάκωτος — η, ο [μαλακώνω] 1. αυτός που δεν μαλάκωσε μετά από επεξεργασία ή αυτός που δεν είναι δυνατό να μαλακώσει, σκληρός, αδρός 2. αυτός που δεν καταπραΰνθηκε, ακαθησύχαστος, ακαλμάριστος 3. σκληρός, άτεγκτος … Dictionary of Greek
αμαϊνάριστος — η, ο [μαϊνάρω] 1. (για πανιά πλοίου ή για σημαίες) αυτός που δεν μαζεύτηκε, δεν κατεβάστηκε, δεν διπλώθηκε 2. αυτός που δεν καταπραΰνθηκε, ακαλμάριστος … Dictionary of Greek